- φιλαργύρους
- φιλάργυροςfond of moneymasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… … Dictionary of Greek
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
διαψύχω — (ΑΝ) κάνω κάτι να κρυώσει, ψυχραίνω, δροσίζω αρχ. 1. αερίζω, αποξηραίνω, στεγνώνω 2. (για φιλάργυρους) εκθέτω, παρουσιάζω κρυμμένους θησαυρούς 3. εξασθενίζω … Dictionary of Greek
ψευτίζω — Ν [ψεύτης] 1. (μτβ.) κατασκευάζω κάτι με κατώτερης ποιότητας υλικά («τό ψευτίζουν το σιταρένιο ψωμί») 2. (αμτβ.) κατασκευάζομαι με υλικά κατώτερης ποιότητας («όλα τα προϊόντα τους έχουν ψευτίσει») 3. φρ. «και τα πράσα τά ψεύτισαν» λέγεται για… … Dictionary of Greek
μύγα — η 1. δίπτερο βλαβερό έντομο (αλογόμυγα, κρεατόμυγα, μύγα της ελιάς)· υποκορ. μυγίτσα, μυγούλα, μυγάκι. 2. φρ., «Σαν μύγα σε βλέπω», σε αγνοώ, σε περιφρονώ· «Βγάζει κι απ τη μύγα ξίγκι», για φιλάργυρους· «σαν τη μύγα μες στο γάλα», για κάτι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψευτίζω — ψεύτισα, ψευτίστηκα, ψευτισμένος 1. κατασκευάζω κάτι με υλικά κατώτερης ποιότητας, νοθεύω: Τις νέες οικοδομές τώρα τις ψευτίζουν. 2. κατασκευάζομαι με υλικά κατώτερης ποιότητας, νοθεύομαι. 3. φρ., «Kαι τα πράσα τα ψεύτισαν», ειρωνικά για τους… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)